Μήνυμα από την Πέτρου Ράλλη, 23/8

Στο κέντρο κράτησης αλλοδαπών της Πέτρου Ράλλη, στην Αθήνα, τα άτομα που κρατούνται αντιμετώπιζαν πάντοτε άσχημες συνθήκες ζωής, ψυχολογική βία, ελλιπή ιατρική φροντίδα, όπως έχουν καταγγείλει αυτοοργανωμένες ομάδες στήριξης των κρατούμενων γυναικών. Πριν από δύο βδομάδες, αφού αστυνομικοί επιτέθηκαν σεξουαλικά σε φυλακισμένες γυναίκες για τελευταία φορά, οι γυναίκες που κρατούνταν στην Πέτρου Ράλλη μεταφέρθηκαν στο κέντρο κράτησης μεταναστών της Αμυγδαλέζας. Από τότε, οι αστυνομικοί είναι ελεύθεροι να εντείνουν κι άλλο τη βία και τα βασανιστήρια στους άντρες. Υπάρχει άμεση ανάγκη για αλληλεγγύη!

Επικοινωνία φυλακισμένου άντρα στην Πέτρου Ράλλη με την Πρωτοβουλία αλληλέγγυων για την Πέτρου Ράλλη.

Καλησπέρα. Σήμερα είναι 23 Αυγούστου 2020. Είμαι ένας κρατούμενος που αυτή τη στιγμή βρίσκομαι δεκατέσσερις μήνες στον τρίτο όροφο Πέτρου Ράλλη Αλλοδαπών. Θέλω να πω για έναν άνθρωπο, κρατούμενο –όπως λένε κρατούμενο, γιατί λόγω χαρτιών δεν υπάρχει κρατούμενος. Ήτανε μαζί μας περίπου τρεις μήνες με βαριά ασθένεια: με ηπατίτιδα και κάτι μεγάλα μπαλάκια στον λαιμό του, δεν ξέρω ιατρικά πώς λέγεται, αλλά άθλια κατάσταση. Πρωί μέχρι βράδυ κλάματα, πρωί μέχρι βράδυ εμείς φασαρίες με τους αστυνομικούς, με τη νοσοκόμα, με τον γιατρό, να τον στείλουμε νοσοκομείο. Χίλιες φορές τον πηγαίνανε νοσοκομείο, τζάμπα, μόνο για βόλτα πήγαινε, γυρνάγανε πίσω. Τελικά στις 17 Αυγούστου 2020 το βράδυ καταφέραμε (με τσακωμό με τους αστυνομικούς, με μπουνιές και κλοτσιές και από αυτούς και από μας) τον στείλαμε στο νοσοκομείο και τον κρατήσανε στον Ευαγγελισμό που εφημέρευε εκείνη τη μέρα. Ευτυχώς που υπήρχανε κάτι άνθρωποι έξω που γνωριζόμαστε και πήραμε τηλέφωνο και κάνανε κάτι ώστε να τον κρατήσουνε στο νοσοκομείο.

Ο άνθρωπος με τέτοια χάλια κατάσταση που είχε… Δηλαδή, εκείνο το βράδυ που τον στείλαμε, με το ζόρι έπαιρνε ανάσα και λέγανε «Δεν είναι τίποτα, πάρε φάρμακα, θα σου περάσει». Κι όταν πήγανε και γυρνάγανε πίσω, οι αστυνομικοί μάς λέγανε «Δεν πήγε να πεθάνει απ’ την αρρώστια που έχει, πήγε να πεθάνει απ’ τα ψυχοφάρμακα που έχει πάρει». Αυτό είναι άλλο θέμα μεγάλο που έχουμε εμείς στον τρίτο όροφο σαν κρατούμενοι με βαριά ασθένεια εδώ. Δεν έχουμε ψυχίατρο. Έχουμε μια γιατρίνα που δεν ξέρω πού τη βρήκανε και τη φέραν εδώ, κάνει και την παθολόγο, κάνει και την ψυχίατρο, κάνει και τη χειρουργό, κάνει και τα πάντα και δεν είναι τίποτα. Εγώ σαν κρατούμενος λέω ότι δεν είναι τίποτα αυτή η γυναίκα. Και μας δίνει κάτι φάρμακα… Ευτυχώς εγώ δεν παίρνω ψυχοφάρμακα, απλά τα υπόλοιπα παιδιά… Γιατί εδώ ούτε τηλεόραση δεν υπάρχει, ούτε ράδιο δεν υπάρχει, ούτε τίποτα δεν υπάρχει. Και πόσο να μιλήσεις, όσο και να μιλήσεις θα τελειώσει μια στιγμή. Χρειάζεσαι φάρμακα να κοιμηθείς να ηρεμήσεις. Παντού είναι κάγκελα και σίδερα.

Τόσο βαριά φάρμακα, ψυχοφάρμακα δίνουνε που όλων των παιδιών είναι φουσκωμένη η κοιλιά τους και έχουν κάτι φουσκώματα ένας στον λαιμό του, ένας στην κοιλιά του, ένας στην πλάτη του, όλοι έχουνε βγάλει αυτό το πράγμα. Και το παιδί που ήτανε νοσοκομείο, ευτυχώς, με τη βοήθεια κάτι ανθρώπων που ξέρουμε από έξω, που είναι άνθρωποι όχι μόνο με τη λέξη, με την ψυχή είναι άνθρωποι, πήγανε, τον είδανε, καταφέρανε μετά –παρά τις δυσκολίες με τα μέτρα του κορονοϊού– καταφέρανε να τον δούνε και μας είπανε μέσα τα χάλια που τον είδαν: χωρίς παπούτσια, χωρίς παντόφλα, χωρίς ένα μποξεράκι, χωρίς τίποτα, μέσα στα χάλια του. Του πήγανε τα πράγματα, τον βοηθήσανε. Ό,τι μπορούσανε, ό,τι πέρασε απ’ το χέρι τους το κάνανε και η γιατρίνα και οι γνωστοί οι άνθρωποι. Η γιατρίνα, όχι η γιατρίνα απ’ το Αλλοδαπών, αυτοί που υπάρχουνε έξω. Τον έχουνε βοηθήσει πάρα πολύ. Ειδικά και σε μας εδώ, από τότε, πριν, που στο διπλανό μας κτίριο ήτανε κρατούμενοι κορίτσια. Τώρα περίπου είκοσι μέρες έχουνε φύγει τα κορίτσια. Τα πράγματα εδώ έχουνε γίνει πάρα πολύ σκληρά. Γιατί τα κορίτσια εδώ είχαν και ανθρώπους έξω, παρακολουθούσανε διάφορες οργανώσεις, κάνανε και μόνες τους αγώνα για φαγητά, για τέτοια, και πάντα εμείς λέμε «κορίτσια, φροντίζατε τους άντρες», τα πράγματα ήτανε πιο ελαφριά. Από τότε που φύγανε τα κορίτσια –και για ποιο λόγο έχουνε φύγει; για σεξουαλική παρενοχλήση που είχανε κάνει αστυνομικοί σε γυναίκες– και είχανε μετακομίσει εκεί και όποιος ήτανε κατηγορούμενος σ’ αυτή την κατάσταση που σας είπα κατευθείαν τις κάνανε μεταγωγή για να χαθούνε. Και από τότε έχει γίνει πιο σκληρό. Και τα φαγητά μας, λόγο σας δίνω, σ’ όποιον ακούει αυτό το μήνυμα, τα φαγητά ούτε γουρούνι δεν τα τρώει. Ανακατεμένα ψωμιά με τα χέρια και σε τελάρα, μαζεύουνε μέσα σκουπίδια και γεμίζουνε, ψωμιά και φαγητά και μας φέρνουνε. Και τι φαγητά; Κάθε μέρα τώρα είναι ρύζι-μακαρόνι-ρύζι-μακαρόνι-ρύζι-μακαρόνι, καθημερινά.

Έχουμε θέμα μεγάλο με τα νοσοκομεία, με τους γιατρούς, έχουμε κάτι ανθρώπους εδώ με βαριά αρρώστια, έχουνε φέρει έναν κρατούμενο δίπλα μας τώρα περίπου δύο βδομάδες, είναι μόνος του, σήμερα πήρε απόφαση να βάλει φωτιά, να ράψει το στόμα του, να κάνει κάτι. Φωνάζει, λέει «Έχω άδεια παραμονής, γιατί με κρατάνε;» και τον έχουνε γεμίσει τόσα ψυχοφάρμακα, […] ξέρω γω, θέλουν να τον κάνουνε ζόμπι. Θέλω όποιος ακούσει αυτό το μήνυμα να μας παρακολουθεί, σας φωνάζουμε σος, βοήθεια, σε παρακαλώ, βοήθεια.

Τελικά τώρα δεν ξέρουμε αυτός ο άνθρωπος τι γίνεται. Θα καταφέρω και θα τον δω και θα του μιλήσω και τα υπόλοιπα θα τα πω καλύτερα. Εμείς σαν άνθρωποι εδώ δεν έχουμε κανένα δικαίωμα σαν άνθρωποι. Ό,τι γράφουν πάνω στα χαρτιά οι αστυνομικοί –ήδη γράφουνε τα δικαιώματά μας στην πόρτα– δεν ισχύει τίποτα για μας. Δεν ισχύει τίποτα για μας. Τα παράθυρά μας είναι σχισμένα, είναι σπασμένα. Μόνο σίδερα βλέπουμε – κάγκελα και σίδερα. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο.

Αυτά.